ίστωρ

ίστωρ
ἴστωρ και ἵστωρ ό, ἡ (Α)
1. αυτός που γνωρίζει τους νόμους και το δίκαιο, κριτής, δικαστής
2. μάρτυρας
3. ως επίθ. έμπειρος
4. (το αρσ. στον πληθ.) οἱ ἵστορες
οι διαιτητές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < *Fίδ- τωρ (με τροπή τού δ σε σ προ τού οδοντικού τ) < *Fιδ-, μηδενισμένη βαθμίδα τής ΙΕ ρίζας *weid- «βλέπω» + κατάλ. -τωρ δηλωτική τού δρώντος προσώπου. Πρόκειται για παρ. τού ρ. οἶδα (πρβλ. ἰδ-εῖν < *Fιδ-εῖν).
ΠΑΡ. ιστορία, ιστορώ
αρχ.
ιστόριον.
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) πολυΐστωρ, φιλίστωρ
αρχ.
αΐστωρ, ανίστωρ, επιίστωρ, νομοΐστωρ, προΐστωρ, συνίστωρ, φιλοΐστωρ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἴστωρ — ἵστωρ one who knows law and right masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἵστωρ — one who knows law and right masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱστόρων — ἵστωρ one who knows law and right masc/fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἴστορα — ἵστωρ one who knows law and right masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἴστορας — ἵστωρ one who knows law and right masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἴστορε — ἵστωρ one who knows law and right masc/fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἴστορες — ἵστωρ one who knows law and right masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἴστορι — ἵστωρ one who knows law and right masc/fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἴστορος — ἵστωρ one who knows law and right masc/fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἵστορ — ἵστωρ one who knows law and right masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”